Τένοντες είναι οι μυικές απολήξεις. Δηλαδή ταινίες ινώδους συνδετικού ιστού που καταφύονται στο οστό. Συμμετέχουν στην κίνηση των αρθρώσεων. Δομές που δέχονται τεράστια φορτία. Οι ασκούμενες δυνάμεις στους τένοντες συχνά προκαλούν φθορές και ερεθισμό.
Ο όρος τενοντίτιδα σημαίνει ‘‘φλεγμονή του τένοντα’’, τείνει τα τελευταία χρόνια να αντικατασταθεί με τον όρο τενοντοπάθεια. Φαίνεται οτι αποδίδει καλύτερα την ύπαρξη φλεγμονής και την αλλοίωση της σύστασης του τένοντα (εκφύλιση).
Οι πιο γνωστές εντοπίσεις:
στον ώμο (υπερακάνθιος, δικέφαλος βραχιόνιος),
στον έξω επικόνδυλο του αγκώνα,
στον αχίλλειο,στον επιγονατιδικό και
στον τένοντα του τετρακεφάλου.
Η ανατομική κατασκευή των τενόντων, η κληρονομικότητα, ο σωματότυπος, το αυξημένο σωματικό βάρος, οι τραυματισμοί, η υπέρχρηση – υπερπροπόνηση, συστηματικές παθήσεις όπως η ρευματοειδής αρθρίτιδα καθώς και η χρήση φαρμάκων όπως οι κινολόνες (αντιβιοτικά) είναι οι πιο συχνοί προδιαθεσικοί παράγοντες.
Η τενοντοπάθεια παρουσιάζεται με οξύ πόνο στην πάσχουσα περιοχή, επίμονο, συχνά διαξιφιστικό. Σε κάποιες μορφές όπως στον ώμο εμφανίζεται με έντονα νυχτερινά συμπτώματα ενώ σε επιφανειακούς τένοντες όπως ο αχίλλειος κι ο επιγονατιδικός συχνά υπάρχει οίδημα και τοπική θερμότητα. Η κίνηση της αντίστοιχης άρθρωσης γίνεται επώδυνη. Η εκφύλιση ρικνώνει τον τένοντα. Αφήνει μεγάλη δυσκαμψία στην άρθρωση ενώ δεν είναι σπάνιες και οι ρήξεις των τενόντων με τελικό αποτέλεσμα την απώλεια κίνησης. Η μονιμοποίηση των συμπτωμάτων οδηγεί από την οξεία στη χρόνια τενοντίτιδα που αποτελεί δυσεπίλυτο θεραπευτικό πρόβλημα, λόγω συχνής συνύπαρξης μεγάλου βαθμού εκφύλισης του τένοντα.
Η διάγνωση γίνεται με την κλινική εξέταση που αρκεί πολλές φορές για την έναρξη της θεραπείας. Οι ακτινογραφίες δεν απεικονίζουν τους τένοντες και είναι χρήσιμες μόνον σε περίπτωση ασβεστοποιητικής τενοντοπάθειας, συχνότερα στον ώμο και το ισχίο, όπου σε χρόνιες βλάβες εναποτίθενται άλατα ασβεστίου. Σημαντική συμβολή στην λεπτομερή ανάλυση της πάθησης, έχουν οι υπέρηχοι και η μαγνητική τομογραφία που απεικονίζουν καλά το ερεθισμένο ή εκφυλισμένο τμήμα του τένοντα αλλά και τα πέριξ μαλακά μόρια.
Για τη θεραπεία, στην οξεία φάση, σημαντική θέση έχει η παγοθεραπεία, η λήψη μη στεροειδών αντιφλεγμονωδών φαρμάκων και σε κάποιες μορφές η βραχεία ακινητοποίηση. Σε επίμονες περιπτώσεις χρησιμοποιούνται τοπικές εγχύσεις στεροειδών που όμως σε χρόνια χρήση ενέχουν τον κίνδυνο ρήξης του τένοντα. Συχνά ακολουθεί προσπάθεια αποκατάστασης με φυσικοθεραπεία. Σε περίπτωση ρήξης του τένοντα ή εξαιρετικά επίμονης σημειολογίας δεν αποκλείεται η χειρουργική θεραπεία με καθαρισμό και συρραφή-πλαστική αποκατάσταση του τένοντα.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα αποτελεί η μετάπτωση της νόσου σε χρονιότητα, όπου η εκτεταμένη εκφυλιστική αλλοίωση του τένοντα, κάνει δύσκολο έως αδύνατο τον ενδελεχή χειρουργικό καθαρισμό που θα απειλούσε ενδεχόμενα την ισχύ και τη λειτουργία του.
Στη συνέχεια είτε διαδερμικά είτε κατά τη διάρκεια χειρουργικού καθαρισμού του τένοντα, τοποθετούνται με ένεση στο σημείο της βλάβης. Συνήθως δεν απαιτείται δεύτερη έγχυση αλλά δεν αποκλείεται , αν τα συμπτώματα επιμένουν.
Η δράση τους ενεργοποιεί τους μηχανισμούς αποκατάστασης κι επούλωσης του τένοντα που στις περισσότερες τενοντοπάθειες υπολειτουργούν.
Έτσι επιταχύνεται σημαντικά η θεραπεία, με τη χρήση μόνο βιολογικών παραγόντων που προέρχονται μάλιστα από τον ίδιο τον ασθενή.
Ενέσιμο κολλαγόνο: Η χρήση ενέσιμου κολλαγόνου φαίνεται να βελτιώνει σημαντικά τη συμπτωματολογία των τενοντοπαθειών, την ποιότητα του πάσχοντα τένοντα καθώς και το χρόνο επιστροφής στις δραστηριότητες.
Διαδερμική ηλεκτρόλυση : Η χορήγηση γαλβανικών και μικρορευμάτων διαδερμικά με τη χρήση βελόνης, στις οξείες και χρόνιες τενοντοπάθειες βελτιώνει σημαντικά τον ασθενή.
(MOJ Immunology. A Molecular Mechanisms of Regeneration in Chronic Tendinopathy Using Ultrasound-Guided Intratissue Percutaneous Electrolysis (EPI®). MOJ Immunol 5(1): 00148. DOI: 10.15406/moji.2017.05.00148 Sánchez-Ibáñez JM (2017)
Με 2 -3 συνεδρίες επιτυγχάνεται υποχώρηση του πόνου, ελάττωση του ουλώδους ιστού, παραγωγή καθαρού κολλαγόνου, βελτίωση της κινητικότητας της αντίστοιχης άρθρωσης και ταχύτατη επιστροφή στις δραστηριότητες.
Σε ασθενείς που δεν «απάντησαν» επαρκώς στην εφαρμογή συντηρητικής θεραπείας (L Jozsa and P Kannus in Human Tendons 1997) ή η χειρουργική επέμβαση θεωρείται η τελευταία επιλογή αφού «εξαντληθούν» όλες οι εφαρμογές της συντηρητικής θεραπείας
(ΒΜ Andres and AC Murrell Clinical Orthopaedics and Rel Res 2008). Η χειρουργική θεραπεία εφαρμόζεται στα 3ου – 4ου σταδίου , ανοικτά η και αρθροσκοπικά με αφαίρεση της παθολογικής εστίας, επιμήκεις σχάσεις, αφαίρεση παρατενόντιου ελύτρου, υποδόριοι βελονισμοί, έγχυση αυξητικών παραγόντων.
Ο στόχος της χειρουργικής θεραπείας είναι
Η τροποποίηση της δομής του τένοντα και αποκατάσταση της δύναμής του μέσω της αναγέννησής του
Η ενίσχυση της επαναγγείωσης του τένοντα
Η απαλλαγή από εξωτερική πίεση και μηχανικό ερεθισμό από οστίτη ιστό ή μαλακά μόρια
Η απαλλαγή από υπέρμετρη μηχανική φόρτιση (tensile overload)
Η Απομάκρυνση εστιών έκτοπου κατεστραμμένου ιστού όπως:
ο χρόνιος κοκκιωματώδης ιστός
ο ουλώδης ιστός
ο εκφυλισμένος ή νεκρωτικός τενόντιος ιστός
ο υπερτροφικός περιτενόντιος υμένας ή ορογόνος θύλακος (bursa)