Θεραπεία
Αμέσως μετά τη θλάση πρώτου και δευτέρου βαθμού επιβάλλεται ακινητοποίηση του σκέλους σε ανάρροπη θέση, περίδεση του σκέλους και εφαρμογή ψυχρού επιθέματος ή πάγου για 15-20 λεπτά. Η εφαρμογή ψυχρών επιθεμάτων γίνεται αρκετά συχνά κατά το πρώτο 48ωρο για την μείωση του πόνου, του αιματώματος και του οιδήματος.
Στην οξεία φάση της θλάσης, φαίνεται να συνεισφέρει αποτελεσματικά ι η διαδερμική ηλεκτρόλυση (EPI) μειώνοντας τον πόνο, αυξάνοντας το εύρος κίνησης των γειτονικών αρθρώσεων, βελτιώνοντας την ποιότητα της παραγόμενης ουλής ( κολλαγόνο αντί ουλώδους ιστού ) και μειώνοντας τον χρόνο επιστροφής σε δραστηριότητες.
Επίσης καίρια συμβάλλει ο φυσικοθεραπευτής με τα μέσα που διαθέτει, ώστε να μειώσει το οίδημα και τον πόνο χρησιμοποιώντας TENS, διασταυρούμενα ρεύματα και κρυοθεραπεία, τα πρώτα 24ωρα. Μετά τα πρώτα 24ωρα, στόχος είναι να αυξήσει την κυκλοφορία του αίματος στο σημείο της βλάβης (υπέρηχος, θερμά επιθέματα, LAZER, διαθερμίες) για να επιτύχει μέγιστο βαθμό παροχής θρεπτικών στοιχείων για την επούλωση της βλάβης.
Δίδονται ισομετρικές ασκήσεις με μικρή ένταση, προοδευτικά αυξανόμενες με τη πάροδο των ημερών. Ο ουλώδης ιστός ο οποίος αρχικά σχηματίζεται στο σημείο της θλάσης είναι σκληρός και ανελαστικός σε σχέση με το φυσιολογικό ιστό. Αυτό έχει σαν επακόλουθο την εμφάνιση πόνου σε κάθε σχεδόν σύσπαση του μυός.
Επιβάλλεται πρόγραμμα διατατικών ασκήσεων στο τραυματισμένο μύ.
Στη συνέχεια της αποκατάστασης αρχίζουμε σταδιακά τις ισοτονικές ασκήσεις για ενδυνάμωση.
Ακολουθούν εξειδικευμένες ασκήσεις ιδιοδεκτικότητας και νευρομυϊκής συναρμογής, δηλ. ασκήσεις επανεκπαίδευσης του μυός για ασφαλή επιστροφή στην άθληση.
Σε θλάση τρίτου βαθμού δηλαδή σε τέλεια ρήξη του μυός, απαραίτητη είναι η χειρουργική συρραφή των ινών του και η ακινητοποίηση προκειμένου επιτευχθεί η επούλωσή του. Στη συνέχεια και με την πάροδο της περιόδου ακινητοποίησης αρχίζει η προοδευτική κινητοποίηση του μύ και η σταδιακή ενδυνάμωσή του, με απώτερο στόχο την πλήρη αποκατάστασή του και την επιστροφή στις αθλητικές δραστηριότητες.
Σε περίπτωση κακής αντιμετώπισης ή επαναλαμβανόμενων υποτροπών κύρια επιπλοκή είναι η έκτοπη οστεοποίηση, δηλαδή η επασβέστωση και οστεοποίηση εκτεταμένων ενδομυϊκών αιματωμάτων που περιορίζει σημαντικά τη μυϊκή σύσπαση και την κινητικότητα των αρθρώσεων και συνήθως απαιτεί χειρουργική αντιμετώπιση, με αφαίρεση του κατεστραμμένου τελικά μυϊκού ιστού.
Ιδιαίτερη μνεία απαιτείται για τις θλάσεις κοιλιακών προσαγωγών που συχνά μεταπίπτουν σε χρονιότητα. Η προσεκτική μελέτη της περιοχής, συχνά αποκαλύπτει ανεπάρκειες των κοιλιακών τοιχωμάτων (κήλες), οστικά οιδήματα της λεκάνης και έντονη ουλοποίηση των τενόντων. Αντιμετωπίζονται οι περιπτώσεις αυτές με χειρουργικές μεθόδους ελαχίστης παρεμβατικότητας (τενοτομές, τρυπανισμοί, λαπαροσκοπική τοποθέτηση πλεγμάτων κλπ).