Βιολογικοί Παράγοντες

Βιολογικοί Παράγοντες

Παθολογική κατάσταση του ώμου που προσβάλλει συνήθως άτομα πάνω από την ηλικία των 35 ετών και χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση και συσσώρευση ασβεστίου (κρυστάλλων υδροξυαπατίτη) στους τένοντες του στροφικού πετάλου του ώμου. Αυτή η εναπόθεση εντοπίζεται συνήθως ελαφρώς κεντρικότερα από την κατάφυση του υπερακανθίου και παρόμοιες αλλοιώσεις μπορούν να παρατηρηθούν σε τένοντες και συνδέσμους και σε άλλα μέρη του σώματος (ποδοκνημική, γόνατο, ισχίο και αγκώνα).

Οι γυναίκες φαίνεται να επηρεάζονται πιο συχνά από τους άνδρες. Θεωρείται ότι τα άτομα με ενδοκρινολογικά προβλήματα (διαβήτης, υπερ και υποθυρεοειδισμός) παρουσιάζουν αυξημένο κίνδυνο ανάπτυξης ασβεστοποιού τενοντίτιδας.

Η τοπική ισχαιμία (μειωμένο οξυγόνο), οι μικρορήξεις και η εκφύλιση – φθορά στους τένοντες του στροφικού πετάλου ως μέρος της φυσιολογικής διαδικασίας γήρανσης ή πιθανώς λόγω μηχανικών παραγόντων (σύνδρομο πρόσκρουσης) οδηγεί σε ινοχόνδρινη μεταπλασία και σε εναπόθεση κρυστάλλων από τα χονδροκύτταρα.

Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα παρουσίαζει δύο διαφορετικά στάδια. Το προ ασβεστοποιό στάδιο (της διαμόρφωσης – formative) και το ασβεστοποιό στάδιο (της επαναρρόφησης). Το πρώτο στάδιο χαρακτηρίζεται από την εναπόθεση των κρυστάλλων από τα κύτταρα ενώ το δεύτερο στάδιο χαρακτηρίζεται από την απορρόφηση των κρυστάλλων μέσω φαγοκυττάρωσης και την αγγειακή διείσδυση που είναι κλινικά και η πιο επώδυνη φάση.

Οι ασθενείς που πάσχουν από ασβεστοποιό τενοντίτιδα μπορεί να εμφανίσουν πόνο κατά τη διάρκεια του κάθε σταδίου, αλλά συμβαίνει πιο συχνά κατά τη φάση της απορρόφησης. Πιστεύεται ότι ο λόγος για τον οποίο εμφανίζεται ο πόνος συχνότερα κατά τη φάση της απορρόφησης είναι επειδή οι κρύσταλλοι του ασβεστίου βρίσκονται υπό πίεση στο εσωτερικό του τένοντα. Επιπλέον, θεωρείται ότι ένα μεγάλο ποσοστό των ανθρώπων (ενδεχομένως έως και το 75% του πληθυσμού) εμφανίζει εναπόθεση κρυστάλλων στους τένοντες του στροφικού πετάλου χωρίς όμως συμπτωματολογία πόνου.

Το πιο χαρακτηριστικό σύμπτωμα που αναφέρεται από τους ασθενείς είναι ο πόνος. Μερικές φορές ο πόνος οδηγεί σε μείωση του εύρους κίνησης της άρθρωσης του ώμου και δυσκαμψία. Επιπλέον, οι ασθενείς εμφανίζουν τοπική ευαισθησία κατά την ψηλάφηση, στις περιοχές όπου εντοπίζονται οι εναποθέσεις του ασβεστίου.

Ο ακτινολογικός έλεγχος με μια απλή προσθιοπίσθια λήψη μπορεί να απεικονίσει την εναπόθεση των κρυστάλλων του ασβεστίου, ενώ άλλες απεικονιστικές εξετάσεις όπως η Αξονική και η Μαγνητική τομογραφία παρουσιάζουν μεγαλύτερη ακρίβεια στην απεικόνιση της επασβέστωσης αλλά δεν κρίνονται απαραίτητες για την διάγνωση.

Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών αντιμετωπίζεται συντηρητικά (μη χειρουργικά), δεδομένου ότι οι επασβεστώσεις του τένοντα θα απορροφηθούν με την πάροδο του χρόνου. Σε γενικές γραμμές, οι ασθενείς ανακτούν την λειτουργικότητα της άρθρωσής τους μετά την ύφεση του πόνου στις 2 με 3 εβδομάδες χωρίς καμία θεραπεία. Περίπου το 1/3 των ασθενών θα παρουσίασει πλήρη απορρόφηση της εναπόθεσης των κρυστάλλων ασβεστίου εντός 3 με 10 χρόνων. Εάν οι ασθενείς δεν αισθανθούν καλύτερα, τότε μπορεί να χρειαστούν θεραπεία για την ύφεση του πόνου. Ωστόσο, ένα μικρό ποσοστό θα παρουσιάσει επίμονα συμπτώματα (κυρίως πόνο).

Στην πλειονότητα των περιπτώσεων, η θεραπεία είναι μη χειρουργική και περιλαμβάνει αγωγή με αντιφλεγμονώδη φάρμακα από το στόμα και φυσικοθεραπεία ανάλογα με τον βαθμό δυσκαμψίας και του πόνου του ασθενούς. Στους ασθενείς με πολύ έντονο πόνο γίνεται έγχυση κορτικοστεροειδούς (κορτιζόνης) σε συνδυασμό με τοπικό αναισθητικό. Πολύτιμος σύμμαχος στη συντηρητική αγωγή είναι η μεσοθεραπεία και οι εγχύσεις υαλουρονικού υψηλού μοριακού βαρους .

Άλλες λιγότερο διαδεδομένες θεραπευτικές επιλογές περιλαμβάνουν τη θεραπεία με κρουστικούς υπερήχους και την τοπική έκπλυση με χρήση δύο μεγάλων βελονών.

Στις περιπτώσεις που η συντηρητική αντιμετώπιση δε βοηθάει τον ασθενή και ο πόνος δεν υφίεται ή υποτροπιάζει, συστήνεται η χειρουργική αρθροσκοπική επέμβαση αφαίρεσης των εναποθέσεων του ασβεστίου. Ο χειρουργός μέσω 2 – 3 πολύ μικρών τομών εισάγει το αρθροσκόπιο στην άρθρωση και εντοπίζει τις εναποθέσεις των κρυστάλλων του ασβεστίου μεταξύ των ινών του στροφικού πετάλου. Στη συνέχεια, οι επασβεστώσεις αφαιρούνται με ειδικά εργαλεία και ακολουθεί η έκπλυση της περιοχής και της άρθρωσης και η συρραφή του δέρματος. Συνήθως ο ασθενής επιστρέφει σπίτι του την ίδια ημέρα.

«Οι περισσότεροι ασθενείς βελτιώνονται με τη χειρουργική επέμβαση και ο πόνος υφίεται άμεσα. Το καλό αποτέλεσμα συνδέεται άμεσα με την πλήρη απομάκρυνση όλων των εναποθέσεων του ασβεστίου»

  • Οι διαταραχές του θυρεοειδούς και του μεταβολισμού των οιστρογόνων αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης της ασβεστοποιού τενοντίτιδας.
  • Περίπου το ¼ των ασθενών παρουσιάζει ασβεστοποιό τενοντίτιδα αμφοτερόπλευρα (και στους δύο ώμους).
  • Ενώ πολλοί ασθενείς αναρρώνουν γρήγορα και χωρίς υποτροπές, οι μισοί από αυτούς παρουσιάζουν χρονιότητα των συμπτωμάτων και απέχουν από την εργασία τους.
  • Η πλειοψηφία των ασθενών ανακουφίζεται με τα συντηρητικά θεραπευτικά μέσα, και ο ρόλος της χειρουργικής επέμβασης περιορίζεται για τις χρόνιες και επώδυνες περιπτώσεις των ασθενών με σημαντικό περιορισμό της λειτουργίας του ώμου τους.
  • Η συχνότητα εμφάνισης της ασβεστοποιού τενοντίτιδας είναι 2,7%-22% και προσβάλλει κυρίως γυναίκες ηλικίας 30-50 έτων.
  • Στο 10% των περιπτώσεων προσβάλλεται και ο άλλος ώμος
  • Σε μερικές περιπτώσεις, η εναπόθεση των κρυστάλλων του ασβεστίου απορροφάται και τα συμπτώματα υφίενται.
  • Η ασβεστοποιός τενοντίτιδα συνδέεται με ρήξεις του στροφικού πετάλου στο 20% των περιπτώσεων, ιδίως όταν είναι χρόνιες.
  • Η μη χειρουργική αντιμετώπιση περιλαμβάνει αντιφλεγμονώδη φάρμακα, ενέσεις με κορτικοστεροειδή, κινησιοθεραπεία και υπερήχους και είναι αποτελεσματική στο 90% των ασθενών.
  • Η θεραπεία με κρουστικούς υπερήχους (shockwave ESWT) έχει αποδειχθεί ότι είναι μια αποτελεσματική θεραπεία.
  • Η χειρουργική αντιμετώπιση απαιτείται περίπου στο 10% των ασθενών και συνήθως συστήνεται στον ασθενή μετά από 6 μήνες συντηρητικής αντιμετώπισης. Η αρθροσκοπική αφαίρεση των κρυστάλλων του ασβεστίου είναι μια πολύ αξιόπιστη μέθοδος θεραπείας και είναι επιτυχής στους περισσότερους ασθενείς